Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έξαλσις — ἔξαλσις, η (Α) [εξάλλομαι] 1. πήδημα με ενωμένα τα πόδια 2. (για σπονδύλους) εξάρθρωση … Dictionary of Greek
ἔξαλσιν — ἔξαλσις leaping with the legs held together fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)